ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ






Καλοκαίρι του 2006,  ο Χρήστος έμενε με τους γονείς του και τον αδελφό του σε ένα σπίτι στα προάστια του Πειραιά. Εκείνο το βράδυ είχε αποφασίσει να ξαπλώσει στο καναπέ του, να ανάψει το κλιματιστικό, να βάλει μουσική  και να χαλαρώσει, από το να βγει βόλτα, και να προσπαθεί να σβήσει την δίψα του με παγωμένες μπύρες σε κάποιο ασφυκτικά γεμάτο από κόσμο μαγαζί.


Μόλις είχε κλείσει το κλιματιστικό και πήγαινε να ανοίξει την μπαλκονόπορτα του σαλονιού  για να ανανεωθεί ο αέρας από τα  τσιγάρα που πλέον βρισκόντουσαν στραγγαλισμένα στο τασάκι του. Κοίταξε κάτω το πάτωμα και είδε ότι το μπαλκόνι είχε γεμίσει με νερό από το σωληνάκι της εξωτερικής μονάδας του κλιματιστικού. Πόσο θα ήθελα να ήμουν σε μια παραλία, ακόμα και για ένα νυχτερινό μπάνιο, σκέφτηκε και κατευθύνθηκε στον καναπέ.

     
Στα ακουστικά του άκουγε και σιγοτραγουδούσε το αγαπημένο του τραγούδι όταν ξαφνικά στο βάθος του μισοσκότεινου διαδρόμου, μπροστά από την πόρτα της κουζίνας, είδε ένα πρόσωπο να έρχεται προς το μέρος του. Δεν μπορούσε να δει το υπόλοιπο σώμα, το μόνο που διέκρινε ήταν ένα πρόσωπο με ξεθωριασμένα χαρακτηριστικά. Κοίταξε δίπλα του στα δεξιά αλλά η μάνα του κοιμόταν, ξανά γύρισε το βλέμμα του προς τον διάδρομο. Πλέον δεν υπήρχε τίποτα. Έλα, ήταν της φαντασίας μου! Ίσως ήταν ο αδελφός μου που ξύπνησε και πήγε στην κουζίνα να πιει νερό. Είπε από μέσα του. Είναι σκοτεινά ,με είχε απορροφήσει το τραγούδι είμαι και κουρασμένος  οπότε  λογικό να βλέπω ότι να 'ναι. Εεεε, σίγουρα; Άρχισε να κυριεύεται από  αμφιβολίες. Πυρπόλησε ένα τσιγάρο και  μετά από δύο- τρεις τζούρες αποφάσισε να πάει στο δωμάτιο του αδελφού του να τον ρωτήσει μήπως ήταν εκείνος. 
«Ρε συ σηκώθηκες πριν ένα λεπτό να πας τουαλέτα ή στην κουζίνα;» Ρώτησε ο Χρήστος γεμάτος αγωνία. Μακάρι να πει ναι και ας με βρίσει που τον ξυπνάω για βλακείες. 
«Είσαι σοβαρός ρε; Άσε με να κοιμηθώ, όχι, δεν πήγα πουθενά. Ηλίθιε!» Του είπε ο αδελφός του  και γύρισε την πλάτη νευριασμένος μουρμουρίζοντας λίγα ακόμα γαλλικά.
Τι διάολο ήταν αυτό που είδα; Η μάνα μου κοιμάται δίπλα μου, ο πατέρας μου λείπει, είναι στην δουλειά  και ο αδελφός μου κοιμάται και αυτός ή τουλάχιστον προσπαθεί να ξανά κοιμηθεί. Έλεγε από μέσα του καθώς έψαχνε όλα τα δωμάτια του σπιτιού αλλά δεν είδε κανέναν ή κάτι που να τον βάλει σε υποψίες. 

Γύρισε στο σαλόνι, έκατσε στον καναπέ, έβαλε φωτιά σε ένα ακόμη τσιγάρο  και σκέφτηκε ότι είναι η ώρα να σοβαρευτεί. Είναι όλα στο μυαλό σου, χαλάρωσε κάνε το τσιγάρο σου, μετά άναψε ξανά το κλιματιστικό και πέσε για ύπνο. Ανόητε!
Είχε φτάσει ως την γόπα όταν αποφάσισε να την ρίξει στο τασάκι. Πλέον ήταν ήρεμος το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμηθεί. Είδε ότι είχε φύγει η μικρή τολύπη καπνού που αιωρούνταν πριν λίγα λεπτά ψηλά στο ταβάνι. Σηκώθηκε μισονυσταγμένος και πήγε να κλείσει την μπαλκονόπορτα αλλά αυτό που βρισκόταν μπροστά στα πόδια του  τον ξύπνησε για τα καλά! Ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκώνονται, ένα ρίγος τον διαπέρασε μπροστά σε αυτό που είδε!

Πλησίασε  και είδε ακριβώς πίσω από τις ράγες της μπαλκονόπορτας δύο υγρές πατημασιές με τις άκρες των δακτύλων να κοιτάνε προς τα έξω. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. «Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ;» Είπε ψιθυριστά. Ήταν σίγουρος ότι είχε ελέγξει όλα τα δωμάτια. Δεν είχε ακούσει κάποιο περίεργο ήχο και όλοι ακόμα κοιμόντουσαν. Έβγαλε το κεφάλι του έξω στο μπαλκόνι κοίταξε  αριστερά και μετά δεξιά, τίποτα και κανένας, μόνο νερό από το κλιματιστικό. Ξανά κοίταξε το ζευγάρι των υγρών πατημασιών. ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΕΔΩ; Φώναζε από μέσα του καθώς τις καθάριζε σαν τρελός. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει, κλείδωσε την μπαλκονόπορτα, άναψε το κλιματιστικό και ξάπλωσε στον καναπέ να κοιμηθεί. Όσο μπορούσε βέβαια...

«Μου κάνεις πλάκα έτσι; Δεν μου λες αλήθεια.» Του είπε ο  Πι μόλις του τελείωσε την διήγηση της ιστορίας του.
«Αλήθεια, μέχρι και τώρα που στο λέω ανατριχιάζω»  είπε δείχνοντας  τις σηκωμένες τρίχες του χεριού του.
Κάτι στο βλέμμα του σε συνδυασμό με τις τρίχες του χεριού του, λες και είχε βάλει  τα δάκτυλά του στην πρίζα, τελικά  τον έπεισε . « Εντάξει δέχομαι ότι έτσι έγιναν τα πράματα. Εσύ δηλαδή μετά έπεσες έτσι απλά για ύπνο;»
«Ε, ναι ρε τι άλλο να έκανα;» απάντησε με ένα ύφος γεμάτο απορία.
«Δεν αναρωτιέσαι πώς μπορεί να δημιουργήθηκαν αυτές οι πατημασιές;»
«Ναι. Το πρώτο που σκέφτηκα το πρωί ήταν ότι τις είχε κάνει η μάνα μου όταν είχα πάει στον αδελφό μου. Εκείνη ίσως να είχε βγει στο μπαλκόνι, αλλά όταν την ρώτησα μου απάντησε ότι δεν σηκώθηκε καθόλου όλο το βράδυ.»
«Τι στο διάολο ήταν αυτό;» Τον ρώτησε γεμάτος απορία.
«Δεν ξέρω ούτε εγώ. Το είπα στον αδελφό μου, στον πατέρα μου και σε άλλους, κανείς δεν
ξέρει. Οι μισοί δεν με πίστεψαν και οι άλλοι μισοί δεν ξέρανε. Μου φαίνεται ότι δεν θα
βρούμε ποτέ την άκρη.»
Ο Πι κατένευσε θετικά με το κεφάλι του, τσούγκρισαν τα ποτήρια τους γεμάτα με μπύρα και συνέχισαν  να μιλάνε περί ανέμων και υδάτων.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις